συναποκυλίνδω
From LSJ
Ἐλεεινότατόν μοι φαίνετ' ἀτυχία φίλου → Miseria amici mihi suprema est miseria → Am meisten Mitleid, scheint's, heischt eines Freundes Leid
English (LSJ)
aor. -εκύλῑσα, A roll away together with, ἑαυτῷ τὸν ἀντίπαλον Sch.B Il.23.730.
Greek (Liddell-Scott)
συναποκῠλίνδω: ἀόρ. -εκύλῑσα, ἀποκυλίω ὁμοῦ, συναπεκύλισεν ἑαυτῷ τὸν ἀντίπαλον Σχόλ. Ἑνετικ. εἰς Ἰλ. Ψ. 730.
Greek Monolingual
Α
μετατοπίζω κάποιον κυλώντας τον μαζί με άλλον («συναπεκύλισεν ἑαυτῷ τὸν ἀντίπαλον», Σχόλ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀπὸ + κυλίνδω, άλλος τ. του κυλίω.
Greek Monolingual
Α
μετατοπίζω κάποιον κυλώντας τον μαζί με άλλον («συναπεκύλισεν ἑαυτῷ τὸν ἀντίπαλον», Σχόλ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀπὸ + κυλίνδω, άλλος τ. του κυλίω.