φιλοφρόνησις
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
English (LSJ)
εως, ἡ, A kind treatment, courtesy, Aristeas 246 (pl.), D.H.10.57 (pl.), J.AJ2.9.7, al., Plu.2.212f, Hld.3.11, Charito 4.3.
German (Pape)
[Seite 1288] ἡ, das liebreiche, freundliche Behandeln, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλοφρόνησις: ἡ, φιλόφρων περιποίησις, ἔνδειξις εὐνοίας, τινος Διονύσ. Ἁλ. 10. 57 (κατὰ τὸν Βατ. Κώδ. ἀντὶ φιλοφροσύνας), Πλούτ. 2. 212F· καὶ συχν. παρὰ τῷ Ἰωσήπῳ.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
dispositions amicales ou bienveillantes, bienveillance, bonté.
Étymologie: φιλοφρονέω.
Russian (Dvoretsky)
φιλοφρόνησις: εως ἡ доброжелательное отношение, дружелюбие, ласковость, приветливость Plut.