φιλοφρονέω

From LSJ

καὶ παρὰ δύναμιν τολμηταὶ καὶ παρὰ γνώμην κινδυνευταὶ καὶ ἐν τοῖς δεινοῖς εὐέλπιδες → they are bold beyond their strength, venturesome beyond their better judgment, and sanguine in the face of dangers

Source

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
seul. prés.
d'ord. au Moy. φιλοφρονέομαι.

Russian (Dvoretsky)

φιλοφρονέω: Plut. = φιλοφρονέομαι.

Greek Monolingual

φιλοφρονῶ, φιλοφρονέω, ΝΜΑ φιλόφρων, -ονος]
φέρομαι με φιλοφροσύνη, με ευγένεια
αρχ.
1. (με δοτ. προσ.) δείχνω φιλοφροσύνη σε κάποιον («ὁ δὲ Κῡρος ἰδὼν αὐτὸν ἄλλο μὲν οὐδὲν ἐφιλοφρονήσατο αὐτῷ», Ξεν.)
2. (για πράγμ.) ευφραίνω, ευχαριστώ
3. (αμτβ.) είμαι ευδιάθετος
4. φρ. α) «φιλοφρονοῦμαι θυμῷ» — πράττω, ενεργώ κατά βούληση άλλου (Πλάτ.)
β) «φιλοφρονοῦμαι ἤθη κακά» — ενστερνίζομαι κακά ήθη (Πλάτ.).