χάν
From LSJ
Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön
English (LSJ)
[ᾱ], ἁ, Dor. for χήν, A goose, gen. χᾱνός Epich.152, nom. χάν IG42(1).122.133 (Epid., iv B. C.); acc. pl. χᾶνας Ar.Ach.878.
German (Pape)
[Seite 1334] ἡ, dor. statt χήν, die Gans.
Greek (Liddell-Scott)
χάν: ἡ, Δωρικ. ἀντὶ χήν, Ἐπίχαρμ. 103 Ahr.
Greek Monolingual
(I)
ἁ, Α
(δωρ. τ.) βλ. χήνα.
(II)
Α
κράση αντί του καὶ ἃἄν.
Greek Monotonic
χάν: [ᾶ], ἡ, Δωρ. αντί χήν, χήνα.