χασκάζω

From LSJ
Revision as of 10:15, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χασκάζω Medium diacritics: χασκάζω Low diacritics: χασκάζω Capitals: ΧΑΣΚΑΖΩ
Transliteration A: chaskázō Transliteration B: chaskazō Transliteration C: chaskazo Beta Code: xaska/zw

English (LSJ)

Frequentat. of χάσκω, χ. τὸν κωλακρέτην    A keep gaping at or after him, Ar.V.695 (anap.).

German (Pape)

[Seite 1340] frequentativum von χάσκω, χαίνω, mit offenem Maule wonach gaffen, angaffen, τί, Ar. Vesp. 695, σὺ δὲ χασκάζεις τὸν κωλακρέτην, Schol. erkl. ἐπιτηρεῖς.

Greek (Liddell-Scott)

χασκάζω: μέλλ. άσω, θαμιστικὸν τοῦ χάσκω. σὺ δὲ χασκάζεις τὸν κωλακρέτην, ἐπιτηρεῖς πότε νὰ ἔλθῃ ὁ κωλακρέτης (ὁ ταμίας τοῦ δικαστικοῦ μισθοῦ) καὶ ἐνέγκῃ σοι τὸ τριώβολον» (Σχολ.), Ἀριστοφ. Σφ. 695.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
regarder bouche béante, càd avec admiration ou envie, acc..
Étymologie: fréq. de χάσκω.

Greek Monolingual

ΝΑ
βλέπω ή παρατηρώ κάτι με ανοιχτό στόμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. του ρ. χαίνω / χάσκω, κατά τα ρ. σε -άζω].

Greek Monotonic

χασκάζω: μέλ. -άσω, θαμιστικό του χάσκω, εξακολουθώ να μένω με ανοιχτό το στόμα, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

χασκάζω: [frequ. к χάσκω жадно высматривать, разглядывать (τινά Arph.).

Middle Liddell

χασκάζω, [Frequentat. of χάσκω
to keep gaping at or after one, Ar.