ἀκροσίδηρος
From LSJ
ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.
English (LSJ)
ον, A pointed or tipped with iron, AP6.95 (Antiphil.).
German (Pape)
[Seite 85] μύωψ, mit eiserner Spitze, Antiphil. 4 (VI, 95).
Greek (Liddell-Scott)
ἀκροσίδηρος: -ον, ὁ ἔχων ἄκρον, αἰχμὴν ἐκ σιδήρου, Ἀνθ. Π. 6. 95.
Greek Monolingual
ἀκροσίδηρος, -ον (Α)
αυτός που έχει σιδερένια άκρη, αιχμή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + σίδηρος.
Greek Monotonic
ἀκροσίδηρος: -ον, αυτός που έχει αιχμή, άκρη ή έχει επενδυθεί με σίδηρο, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἀκροσίδηρος: дор. ἀκροσίδᾱρος 2 с железным наконечником (μύωψ Anth.).