ἀπορύσσω
From LSJ
τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain
English (LSJ)
A refodio, Gloss.
German (Pape)
[Seite 323] abgraben.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπορύσσω: Ἀττ. -ττω, μέλλ. -ξω, σκάπτω ὀρύγματα, Γλωσσ.
Spanish (DGE)
desenterrar βραχὺ τῆς ῥίζης Gp.5.36.1, lat. refodio, Gloss.2.239.