ἄφολκος

From LSJ
Revision as of 16:45, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαroot of all the evils is the love of money, for every possible kind of evil can be motivated by the love of money

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄφολκος Medium diacritics: ἄφολκος Low diacritics: άφολκος Capitals: ΑΦΟΛΚΟΣ
Transliteration A: ápholkos Transliteration B: apholkos Transliteration C: afolkos Beta Code: a)/folkos

English (LSJ)

ον, (ὁλκή)    A not having weight, δραχμῇ ἀφολκότερον too light by a drachm, Str.15.3.22.

German (Pape)

[Seite 413] weniger wiegend, δραχμῇ ἀφολκότερον εἶναι, eine Drachme leichter, Strab. XV, 3 p. 735.

Greek (Liddell-Scott)

ἄφολκος: -ον, (ὁλκὴ) λιποβαρής, ἔχων ὁλιγότερον βάρος, δραχμῇ ἀφολκότερον, κατὰ μίαν δραχμὴν ἐλαφρότερον, Στράβων 735.

Spanish (DGE)

-ον
que no pesa ὕδωρ ... πάντων ἐλαφρότατον, ὥστ' ἐν Ἀττικῇ κοτύλῃ δραχμῇ ἀφολκότερον εἶναι Str.15.3.22.

Greek Monolingual

ἄφολκος, -ον (Α)
λιποβαρής, ελαφρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αφ- (< απο-) + ολκός, ομηχανή με την οποία σύρονταν πλοία στην ξηρά, κυματισμός, βάρος») < έλκω].