ἐλαχυπτέρυξ
From LSJ
English (LSJ)
υγος, ὁ, ἡ, A short-finned, of the dolphin, Id.P.4.17.
German (Pape)
[Seite 792] υγος, kleinflügelig, kurzstössig, Delphin, Pind. P. 4, 17.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλᾰχυπτέρυξ: -υγος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μικρὰ πτερύγια, ἐπὶ τοῦ δελφῖνος, Πινδ. Π. 4. 29.
English (Slater)
ἐλᾰχυπτέρυξ
1 with short fins ἀντὶ δελφίνων δ' ἐλαχυπτερύγων (P. 4.17)
Spanish (DGE)
-υγος de aletas cortasde delfines, Pi.P.4.17.
Greek Monolingual
ἐλαχυπτέρυξ ο, η (Α)
(για δελφίνι) αυτός που έχει μικρά πτερύγια.
Russian (Dvoretsky)
ἐλᾰχυπτέρυξ: ῠγος adj. с короткими плавниками (δελφίς Pind.).