ἐμποίησις
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
English (LSJ)
εως, ἡ, A production, δογμάτων Arr.Epict.4.11.8: f.l. for πτόησιν, D.C. 37.16. II (ἐμποιεῖσθαι) laying claim to, BGU94.14 (iii A.D.), etc.
German (Pape)
[Seite 816] ἡ, Gewohnheit, D. Cass. 37, 16.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμποίησις: -εως, ἡ, ἔθιμον, συνήθεια, Δίων Κ. 37, 16.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
• Morfología: [gen. -ιος SEG 25.383.193 (Epidauro IV a.C.)]
I 1dud. construcción, fabricación ἐνποιήσιος κλαικός SEG l.c.
2 sent. intelectual formación ἐ. οἵων δεῖ δογμάτων formación de las opiniones adecuadas Arr.Epict.4.11.8, ἠθοποιία δ' ἐστὶν ἤθους ἐ. Ar.Did. en Stob.2.7.1.
II jur. reclamación de la propiedad de un bien, en fórmulas legales πάσῃ βεβαιώσι ἀπὸ δημοσίων τελεσμάτων ... καὶ πάσης ἐμποιήσεως con total garantía de quedar exento de impuestos públicos y de toda reclamación, PMich.Teb.121re.2.9.5 (I a.C.), cf. SB 13764.21, BGU 193.21 (ambos II d.C.).
Greek Monolingual
ἐμποίησις, η (Α)
1. παραγωγή, δημιουργία, παρουσίαση («ἐμποίησις δογμάτων», Δίων Κ.)
2. έγερση αξιώσεως, απαιτήσεως («ἄρουραι καθαραὶ ἀπὸ πάσης ἐμποιήσεως», Πάπ.).