ἐνείργω
From LSJ
λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
English (LSJ)
aor. ἐνεῖρξα, A shut up in, εἰς κιβωτόν Sch.Pi.P.10.72; τῷ ταύρῳ Phalar.Ep.136.1:—Pass., χοῖρος ἐνειρχθεὶς σιρῷ Tz.H.6.250.
German (Pape)
[Seite 837] od. ἐνείργνυμι (das praes. kommt nicht vor), einschließen, einsperren; εἰς τὴν κιβωτόν Schol. Pind. P. 1, 72; ταύρῳ Phalar. ep. 50.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνείργω: ἀόρ. ἐνεῖρξα, εἴργω ἔν τινι, ἐγκλείω, ἐνεῖρξαι τῷ ταύρῳ Φαλαρ. Ἐπιστ. 50.
Spanish (DGE)
encerrar c. dat. τοὺς περὶ Κλεόνβροτον ... τῷ ταύρῳ Phalar.Ep.136, c. εἰς y ac. αὐτὴν εἰς κιβωτόν Sch.Pi.P.10.72a, en v. pas. χοῖρος ἐνειρχθεὶς σιρῷ Tz.H.6.244, de la relación entre el alma y el cuerpo τοῦ σώματος ἐν ᾧ ἐνεῖρκται ἡ ψυχή Origenes M.17.144A, cf. Meth.Res.1.29.