ἡμιούγκιον
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
τό, A half οὐγκία or ounce, Lat. semuncia, Epich.8:—written ἡμι-ούγγιον in Gal.13.558.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμιούγκιον: τό, ἡμίσεια οὐγκία, Λατ. semuncia, Ἐπίχ. ἐν Α. Β. 98˙ γραφόμενον ἡμιούγγιον ἐν Γαλην. 13, σ. 703.
Greek Monolingual
ἡμιούγκιον και ἡμιούγγιον, το (Α)
μισή ουγκιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -ουγκιον (< ουγκιά + κατάλ. -ιον)].