λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
Full diacritics: ἱεροεργός | Medium diacritics: ἱεροεργός | Low diacritics: ιεροεργός | Capitals: ΙΕΡΟΕΡΓΟΣ |
Transliteration A: hieroergós | Transliteration B: hieroergos | Transliteration C: ieroergos | Beta Code: i(eroergo/s |
όν, A v. ἱερουργός.
ἱεροεργός: -όν, ἴδε ἱερουργός.
poét. c. ἱερουργός.
ἱεροεργός, -όν (Α)
βλ. ιερουργός.