πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body
Full diacritics: ὁμότοξος | Medium diacritics: ὁμότοξος | Low diacritics: ομότοξος | Capitals: ΟΜΟΤΟΞΟΣ |
Transliteration A: homótoxos | Transliteration B: homotoxos | Transliteration C: omotoksos | Beta Code: o(mo/tocos |
coined by Id. A s.v. Ἄβιοι.
[Seite 340] mit gleichem Bogen, St. B.
ὁμότοξος, -ον (Α)
αυτός που έχει όμοιο τόξο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + τόξον (πρβλ. μεγαλό-τοξος)].