ὅρισμα
Φερσεφόνας κυάνεος θάλαμος → dark chamber of Persephone
English (LSJ)
Ion. οὔρ-, ατος, τό, (ὁρίζω) A boundary, limit, Hdt.2.17: and in pl., like ὅρια 1, Id.4.45, E.Hec.16; ὅ. βαρβάρων against them, Id.IA952 : prov., Μυσῶν καὶ Φρυγῶν ὁρίσματα, of matters which should be kept apart, Trag.Adesp.560.
German (Pape)
[Seite 378] τό, die Gränze; Eur. oft, ἕως γῆς ὄρθ' ἔκειθ' ὁρίσματα, Hec. 16, πρὶν τὰ Τροίας εἰσβαλεῖν ὁρίσματα, Andr. 969, das Gebiet; – übh. Bestimmung, Plut. de sanit. tuend. im Anf. sagt χωρὶς γὰρ τὰ φιλοσόφων καὶ ἰατρῶν ὁρίσματα ὥςπερ Μυσῶν καὶ Φρυγῶν, u. auch sonst wird das sprichwörtlich gewordene χωρὶς τὰ Μυσῶν καὶ Φρυγῶν ὁρίσματα angeführt, die oft über die Gränzen stritten.
Greek (Liddell-Scott)
ὅρισμα: Ἰων. οὔρ-, τό, (ὁρίζω) ὅριον, σύνορον, Ἡρόδ. 2. 17˙ καὶ ἐν τῷ πληθ. ὡς τὸ ὅρια, ὁ αὐτ. 4. 45, Εὐρ. Ἑκάβ. 16˙ - ὅρισμα βαρβάρων, ἐναντίον αὐτῶν, ὁ αὐτ. Ι. Α. 952˙ - παροιμ., Μυσῶν καὶ Φρυγῶν ὁρίσματα, ἐπὶ διαφιλονικουμένων ζητημάτων, Πλούτ. 2. 122C. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὅρισμα˙ στήριγμα. ἢ ὅρος».
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
borne, frontière, limite ; territoire enfermé dans des limites, pays, contrée.
Étymologie: ὁρίζω.
Greek Monotonic
ὅρισμα: -ατος, Ιων. οὕρισμα, τό (ὁρίζω), σύνορο, όριο, και στον πληθ., σύνορα, συνοριακή γραμμή, σε Ηρόδ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ὅρισμα: ион. οὔρισμα, ατος τό (преимущ. pl.)
1) граница, рубеж, предел Her., Eur.: Μυσῶν καὶ Φρυγῶν ὁρίσματα погов. Plut. границы мисийцев и фригийцев, т. е. предмет вечных споров;
2) pl. область, страна (τὰ Τροίας ὁρίσματα Eur.).
Middle Liddell
ὁρίζω
a boundary, limit, and in pl., boundaries, the borders, Hdt., Eur.