λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
Full diacritics: ὑποπέλιδνος | Medium diacritics: ὑποπέλιδνος | Low diacritics: υποπέλιδνος | Capitals: ΥΠΟΠΕΛΙΔΝΟΣ |
Transliteration A: hypopélidnos | Transliteration B: hypopelidnos | Transliteration C: ypopelidnos | Beta Code: u(pope/lidnos |
ον, A somewhat black, wan, or livid, Hp.Epid.3.1.ιά: —also ὑποπέλιος, ον, Id.Art.86, Epid.1.26.ή, Thphr.HP3.11.1, Dsc.1.67.
ὑποπέλιδνος: ὀλίγον πελιδνός, μελαψός, μαυρωπός, μελανός, Ἱππ. 452. 13., 557, 57.
-ον, Α πελιδνός
ο κάπως χλομός.