βαρύφλοισβος
From LSJ
ἢν εὑρίσκῃ πλέω τε καὶ μέζω τὰ ἀδικήματα ἐόντα τῶν ὑπουργημάτων, οὕτω τῷ θυμῷ χρᾶται → it happens that the crimes are greater and more numerous than the services, when one gives way to anger
English (LSJ)
ον, A loud-roaring, γενέθλη Procl.H.1.20.
German (Pape)
[Seite 435] stark tosend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
βαρύφλοισβος: ον,ὁ μέγαν κρότον (φλοῖσβον) ἀποτελῶν, κῦμα Πρόκλ. ἐν Ἀνθ. Ἰακ. 3,σ.148.
Spanish (DGE)
(βᾰρύφλοισβος) -ον
• Morfología: [gen. -οιο]
de sordo rumor μέγα κῦμα βαρυφλοίσβοιο γενέθλης Procl.H.1.20.