άζυμος

From LSJ
Revision as of 21:50, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄζυμος, -ον)
(για άρτο κυρίως) ο παρασκευασμένος χωρίς ζύμωση ή προζύμι
νεοελλ.
αυτός που δεν ζυμώνει, που δεν έχει να ζυμώσει, φτωχός
αρχ.-μσν.
(ο πληθ. του ουδ. ως ουσ.) τὰ ἄζυμα
α) άζυμος άρτος
β) η εορτή τών αζύμων (βλ. Πάσχα).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + ζύμη.
ΠΑΡ. μσν. ἀζυμίτης.
ΣΥΝΘ. μσν. ἀζυμοφάγος
νεοελλ.
αζυμοσφραγίδα].