άγνωμος
From LSJ
ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
Greek Monolingual
και ανέγνωρος, -η, -ο
1. αυτός που δεν έχει γνώμη, άβουλος, αναποφάσιστος, διστακτικός
2. ανόητος, επιπόλαιος, απερίσκεπτος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Κατά το Ιστ. Λεξ. Ακαδημίας Αθηνών < αρχ. επίθ. ἀγνώμων ή < α- στερητ. + γνώμη.
ΠΑΡ. αγνωμιά].