αλογοουρά

From LSJ
Revision as of 23:30, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

νῆα μὲν οἵ γε μέλαιναν ἐπ' ἠπείροιο ἔρυσσαν ὑψοῦ ἐπὶ ψαμάθοις, ὑπὸ δ' ἕρματα μακρὰ τάνυσσαν → they pushed the black ship up over the sand onto dry land and placed long beams under her

Source

Greek Monolingual

και αλογονουρά και αλογουρά, η
1. ουρά αλόγου
2. ονομασία που δίνεται σε διάφορα αγριόχορτα
3. είδος γυναικείου χτενίσματος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άλογο + ουρά. Ο τ. αλογονουρά < άλογο + νουρά].