Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

διάστυλος

From LSJ
Revision as of 00:10, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ζῶμεν ἀλογίστως προσδοκοῦντες μὴ θανεῖν → Mortis non memores inconsulto vivimus → Den Tod verdrängend leben wir voll Unvernunft

Menander, Monostichoi, 200
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάστυλος Medium diacritics: διάστυλος Low diacritics: διάστυλος Capitals: ΔΙΑΣΤΥΛΟΣ
Transliteration A: diástylos Transliteration B: diastylos Transliteration C: diastylos Beta Code: dia/stulos

English (LSJ)

ον, A diastyle, i. e. having a space of three diameters between the columns, Vitr.3.3.1. II διάστυλον, τό, = foreg. 1, IG4.1484.63 (Epid.), Ephes.2.76,al.

Greek (Liddell-Scott)

διάστῡλος: -ον, (ναὸς) οὗ τὰ μεταξὺ τῶν κιόνων διαστήματα, τὰ μετακιόνια, ἀπέχουσιν ἀλλήλων τρεῖς διαμέτρους τοῦ κίονος, πρβλ. εὔστυλος, σύστυλος, ἀραιόστυλος, Βιτρούβ. 3. 2.

Spanish (DGE)

-ον
1 diástilo, que tiene un espacio de tres diámetros entre las columnasref. a templos, Vitr.3.3.1, 4.3.7.
2 subst. τὸ δ. intercolumnio, de donde dos columnas ἡ σορὸς καὶ ὁ περὶ αὐτὴν τόπος σὺν τῷ διαστύλῳ IEphesos 2214.1 (imper.), frec. en dedicatorias τετελειωκότα ... στοᾶς ἀνατολικῆς ... διάστυλα ὀκτώ habiendo terminado del pórtico oriental la parte correspondiente a nueve columnas, MAMA 8.498.15 (Afrodisias II d.C.), διάστυλα μαρμάρινα Ath.Mitt.35.1910.446, cf. 27.1902.93 (ambas Pérgamo, imper.), τὸ πρῶτον καὶ τρίτον δ. ἐποίησεν hizo el primer y segundo intercolumnios, e.d. las tres primeras columnas, IAphrodisias 2.10.6 (III/IV d.C.), cf. IEphesos 445.10, 444.10, 2076, 2080 (todas imper.).
3 plu. τὰ διάστυλα columnata, balaustrada que separa el altar mayor de la nave en la iglesia crist. IChCr.48 (VII d.C.).

Greek Monolingual

-η -ο (AM διάστυλος, -ον)
«διάστυλος ναός» — ναός στον οποίο η απόσταση μεταξύ δύο κιόνων είναι τριπλάσια από τη διάμετρο του κίονα
μσν.
το ουδ. ως ουσ. το κιγκλίδωμα που χώριζε τον κυρίως ναό από το Άγιο Βήμα
αρχ.
το διαστύλιον.