δύσοπτος
ἠργάζετο τῷ σώματι μισθαρνοῦσα τοῖς βουλομένοις αὐτῇ πλησιάζειν → she lived as a prostitute letting out her person for hire to those who wished to enjoy her, she worked with her body by hiring herself out to anyone who wanted to have sex with her
English (LSJ)
ον, (ὄψομαι) A hard to detect, Gal.Anim.Pass.2.3; τὸ δ. τῆς ἡμέρας gloominess, Plb.18.21.2.
German (Pape)
[Seite 685] schwer zu sehen, dunkel, Hippocr.; τὸ δ. τῆς ἡμέρας, die Dunkelheit, Pol. 18, 4, 2.
Greek (Liddell-Scott)
δύσοπτος: -ον, (ὄψομαι) ὃν δύσκολον εἶνε νὰ ἴδῃ τις ἢ γνωρίσῃ, Ἱππ. -τὸ δ. ἡ σκοτεινότης, Πολύβ. 18. 4, 2.
Spanish (DGE)
-ον
1 difícil de ver τὰ μὲν τῶν νοσημάτων οὐκ ἐν δυσόπτῳ κείμενα unas enfermedades están en lugar bien visible Hp.de Arte 9
•fig. difícil de descubrir ref. a falsos razonamientos, Gal.5.73
•neutr. subst. τὸ δύσοπτον ἡμέρας la obscuridad del día Plb.18.21.2.
2 que es difícil de mirar cara a cara, que causa daño a la vista ἀστραπή Poll.1.117.
Greek Monolingual
δύσοπτος, -ον (Α)
1. αυτός τον οποίο δύσκολα μπορεί να δει κανείς
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ δύσοπτον
η σκοτεινότητα.