εὔχορδος
From LSJ
Πάντα οὖν ὅσα ἐὰν θέλητε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, οὕτως καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς· οὗτος γάρ ἐστιν ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται → Therefore as many things as you would like people to do for you, do also the same for them: that is the Torah, that is the prophets! (Matthew 7:12)
English (LSJ)
ον, A well-strung, λύρα Pi.N.10.21.
German (Pape)
[Seite 1110] λύρα, wohlbesaitet, Pind. N. 10, 21.
Greek (Liddell-Scott)
εὔχορδος: -ον, ἐπὶ λύρας, ἡ καλὰς χορδὰς ἔχουσα, Πινδ. Ν. 10 39.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux cordes sonores, harmonieuses.
Étymologie: εὖ, χορδή.
English (Slater)
εὔχορδος, -ον
1 well strung, melodious ἀλλ' ὅμως εὔχορδον ἔγειρε λύραν (N. 10.21)
Greek Monolingual
εὔχορδος, -ον (Α)
αυτός που έχει καλές χορδές, που ηχεί μελωδικά.
Greek Monotonic
εὔχορδος: -ον (χορδή), αυτός που έχει καλές χορδές, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
εὔχορδος: с певучими струнами (λύρα Pind.).