κατανομή
From LSJ
ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil
English (LSJ)
ἡ, A pasture, προβάτων PIand.26.33 (i A.D.), cf. Sch.Ar. Av.769, Sch.S.Tr.13 (pl.).
German (Pape)
[Seite 1366] ἡ, die Weide, Schol. Ar. Av. 769 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κατανομή: ἡ, νομή, βοσκή, τόποι νομῆς, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 769, κτλ.
Greek Monolingual
η (Α κατανομή) κατανέμω
νεοελλ.
το μοίρασμα, ο διαμερισμός («δίκαιη κατανομή του εθνικού προϊόντος»)
αρχ.
η νομή, η βοσκή.