καταπίεσις
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
[ῐ], εως, ἡ, A compression, τοῦ ψύχους Id.CP2.1.4.
German (Pape)
[Seite 1369] ἡ, das Herunter-, Niederdrücken, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
καταπίεσις: -εως, ἡ, ἡ πρὸς τὰ κάτω πίεσις, ἡ κατάθλιψις, τοῦ ψύχους Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 1, 4.