κατώρυχος

From LSJ
Revision as of 12:20, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fidesVertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht

Menander, Monostichoi, 115
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατώρῠχος Medium diacritics: κατώρυχος Low diacritics: κατώρυχος Capitals: ΚΑΤΩΡΥΧΟΣ
Transliteration A: katṓrychos Transliteration B: katōrychos Transliteration C: katorychos Beta Code: katw/ruxos

English (LSJ)

ὁ, apptly. a nickname, Inscr.Prien.313.720. II κατώρυχος, ον, = κατῶρυξ 11.1, βελοστάσεις interpol. in Ph.Bel.82.9.

Greek Monolingual

κατώρυχος, -ον (Α)
1. ο κτισμένος μέσα στο έδαφος («οἰκήματα κατώρυχα», Δίων Κάσσ.)
2. αυτός που ζει μέσα στο έδαφος
3. (για αστέρα) αυτός που βρίσκεται κάτω από τον ορίζοντα
4. (το αρσ. ως επωνύμιο) τρωγλοδύτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταγενέστερος θεματικός τ. τών κατῶρυξ, κατωρυχής.