κρυστάλλιον
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
English (LSJ)
τό, A = ψύλλιον, Dsc.4.69 (Sicel). II rock-crystal, in pl., PHolm.11.43, Anon.Alch.p.359 B.
German (Pape)
[Seite 1516] τό, andrer Name für das Kraut ψύλλιον, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
κρυστάλλιον: τό, ἄλλο ὄνομα τοῦ φυτοῦ ψύλλιον, Διοσκ. ἐκ τῶν νόθων, 4. 70.
Greek Monolingual
κρυστάλλιον, τὸ (Α)
βλ. κρυστάλλι.