κρεοκάκκαβος
From LSJ
Κύριος εἶπεν πρὸς μέ Υἱός μου εἶ σύ, ἐγὼ σήμερον γεγέννηκά σε → the Lord said to me, My son you are; today I have begotten you
English (LSJ)
A a mess of meat hashed with fat and blood, Ath.9.384d.
Greek (Liddell-Scott)
κρεοκάκκᾰβος: ὁ, ἔδεσμα ἐκ κρέατος λίπους καὶ αἵματος, Ἀθήν. 384D.
Greek Monolingual
κρεοκάκκαβος, ὁ (Α)
φαγητό από κρέας, λίπος και αίμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρε(ο)- + κάκκαβος «χύτρα»].