κυδωνόμελι

From LSJ
Revision as of 13:15, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠδωνόμελι Medium diacritics: κυδωνόμελι Low diacritics: κυδωνόμελι Capitals: ΚΥΔΩΝΟΜΕΛΙ
Transliteration A: kydōnómeli Transliteration B: kydōnomeli Transliteration C: kydonomeli Beta Code: kudwno/meli

English (LSJ)

τό, A drink made from quinces and honey, Dsc.5.21, Orib.5.25.16.

German (Pape)

[Seite 1525] ιτος, τό, Quittenhonig, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

κυδωνόμελι: τό, «μηλόμελι δέ, ὃ καὶ κυδωνόμελι ὀνομάζεται, σκευάζεται οὕτω· μήλων κυδωνίων ἐξαιρεθέντων τὰ σπέρματα καὶ βληθέντων εἰς μέλι ὅ,τι πλεῖστον, ὥστε ἐνεσφηνῶσθαι, γίνεται προσηνὲς μετ’ ἐνιαυτόν» Διοσκ. 5. 29.

Greek Monolingual

το (Α κυδωνόμελι)
μέλι μέσα στο οποίο έχουν προστεθεί κυδώνια καθαρισμένα από τα σπέρματά τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυδώνι + μέλι (πρβλ. αγριό-μελι, ροδό-μελι)].