κωματώδης

From LSJ
Revision as of 13:25, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κωμᾰτώδης Medium diacritics: κωματώδης Low diacritics: κωματώδης Capitals: ΚΩΜΑΤΩΔΗΣ
Transliteration A: kōmatṓdēs Transliteration B: kōmatōdēs Transliteration C: komatodis Beta Code: kwmatw/dhs

English (LSJ)

ες, A lethargic, Hp.Epid.1.26. β, 3.6.

German (Pape)

[Seite 1544] ες, in tiefem Schlafe, von Schlafsucht befallen, ein Kranker, der immer die Augen schließt, ohne wirklich zu schlafen, Hippocr. u. a. Medic.

Greek (Liddell-Scott)

κωματώδης: -ες, (εἶδος) κεκυριευμένος ὑπὸ ὕπνου, νυσταλέος ὑπὸ ληθαργίας κατεχόμενος, Ἱππ. Ἐπιδημ. 1. 955. 2) ὅμοιος πρὸς κῶμα, ληθαργικός, ὕπνοι αὐτόθι 970· ἴδε Foës Oec.

Greek Monolingual

-ες (Α κωματώδης, -ῶδες) κώμα
αυτός που κατέχεται από κώμα, αυτός που βρίσκεται σε κατάσταση κώματος
νεοελλ.
αυτός που αναφέρεται στο κώμα ή χαρακτηρίζεται από κώμακωματώδης κατάσταση»)
αρχ.
ληθαργικός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κωματώδης -ες [κῶμα] in comateuze staat.