οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured
Full diacritics: κόος | Medium diacritics: κόος | Low diacritics: κόος | Capitals: ΚΟΟΣ |
Transliteration A: kóos | Transliteration B: koos | Transliteration C: koos | Beta Code: ko/os |
ὁ, A cavity in the earth, Hsch. (pl.); from Lacon. κόον, = μέγα, EM396.29.
κόος: ὁ, = κοίλωμα, Ἡσύχ.
κόος, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) κοίλωμα του εδάφους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κῶος.