ξανθόχροος
From LSJ
ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
English (LSJ)
ον, (χρόα, χρώς) A with yellow skin, δέμας Mosch.2.84 : heterocl. acc. ξανθόχροα Nonn.D.11.180.
German (Pape)
[Seite 275] zsgz. ξανθόχρους, = Folgdm; Mosch. 2, 84; Nonn. D. 11, 179.
Greek (Liddell-Scott)
ξανθόχροος: -ον, (χρόα, χρὼς) ὁ ἔχων κίτρινον δέρμα, Μόσχ. 2, 84· ἑτερόκλ. αἰτ. ξανθόχροα, Νόνν. Δ. 11· - οὕτω, ξανθόχρως, ωτος, ὁ, ἡ, ἐπὶ ἰχθύος τηγανιστοῦ, Ναυσικράτης ἐν «Ναυκλήροις» 2.
Greek Monotonic
ξανθόχροος: -ον (χρόα, χρώς), αυτός που έχει κιτρινωπό δέρμα, σε Μόσχ.