μειουρία

From LSJ
Revision as of 15:00, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματος → in the first harvest of a beard, in early manhood

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μειουρία Medium diacritics: μειουρία Low diacritics: μειουρία Capitals: ΜΕΙΟΥΡΙΑ
Transliteration A: meiouría Transliteration B: meiouria Transliteration C: meiouria Beta Code: meiouri/a

English (LSJ)

μειονεκτ-ίζω, μειόνεκτ-ος, A v. μυουρία, -ίζω, -ος.

German (Pape)

[Seite 116] ἡ, Kurzschwänzigkeit, = μυουρία, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μειουρία: ἡ, μείωσις τοῦ τέλους ἢ τοῦ ἄκρου, ἐπὶ ἑξαμέτρων τελευτώντων εἰς ἴαμβον ἢ πυρρίχιον, ὡσαύτως καὶ μυουρία, Εὐστ. 900. 7.

Greek Monolingual

μειουρία, ἡ (Α) μείουρος
(σχετικά με εξάμετρο) το αποτέλεσμα του μειουρίζω, αλλ. μυουρία.