μελισσοτρόφος

From LSJ
Revision as of 15:05, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart

Menander, Monostichoi, 473
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελισσοτρόφος Medium diacritics: μελισσοτρόφος Low diacritics: μελισσοτρόφος Capitals: ΜΕΛΙΣΣΟΤΡΟΦΟΣ
Transliteration A: melissotróphos Transliteration B: melissotrophos Transliteration C: melissotrofos Beta Code: melissotro/fos

English (LSJ)

Att. μελιττ-, ον, A feeding bees, Σαλαμίς E.Tr.799 (lyr.); χώρα J.BJ4.8.3.

German (Pape)

[Seite 124] att. μελιττοτρ., Bienen ernährend, haltend, Bienenzüchter; Σαλαμίς, Eur. Troad. 794; Ios.

Greek (Liddell-Scott)

μελισσοτρόφος: Ἀττ. μελιττ-, ον, ὁ τρέφων μελίσσας, Σαλαμὶς Εὐρ. Τρῳ. 795· μ. ἡ χώρα Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 4. 8, 3.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui nourrit des abeilles.
Étymologie: μέλισσα, τρέφω.

Greek Monolingual

ο (Α μελισσοτρόφος και αττ. τ. μελιττοτρόφος)
νεοελλ.
το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο, η μελισσοτρόφος
αυτός που εκτρέφει μέλισσες, μελισσοκόμος
αρχ.
ως επίθ. αυτός που τρέφει πολλά μελίσσια, που παράγει πολύ μέλι («μελισσοτρόφου Σαλαμῑνος», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλισσα + -τρόφος (< τρέφω), πρβλ. κτηνο-τρόφος].

Greek Monotonic

μελισσοτρόφος: Αττ. μελιττ-, -ον, αυτός που εκτρέφει μέλισσες, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

μελισσοτρόφος: атт. μελιττοτρόφος ὁ питающий пчел (Σαλαμίς Eur.).

Middle Liddell

feeding bees, Eur.