παρεμμαίνομαι
From LSJ
ἐπάμεροι· τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος → Neverlasting: What is a somebody? What is a nobody? You are a dream of a shadow | Creatures of a day. What is a someone, what is a no one? Man is the dream of a shade.
English (LSJ)
Pass., A to be somewhat mad, Tim. Lex. s.v. κορυβαντιᾶν.
German (Pape)
[Seite 515] = etwas ἐμμαίνομαι, Tim. lex. Plat. Erkl. von κορυβαντιᾶν.
Greek (Liddell-Scott)
παρεμμαίνομαι: Παθ., εἶμαι ὀλίγον μαινόμενος, Τιμαίου Λεξ. Πλατ. σ. 163.
Greek Monolingual
Α εμμαίνομαι
κατέχομαι κάπως από μανία.