περίκρανον
From LSJ
Quibus enim nihil est in ipsis opis ad bene beateque vivendum → Every age is burdensome to those who have no means of living well and happily
English (LSJ)
τό, A cap, π. θήρεια Str.11.4.5, cf. Poll.2.42.
German (Pape)
[Seite 581] τό, Umgebung des Hirnschädels, Helm, Strab.
Greek (Liddell-Scott)
περίκρανον: τό, περικεφαλαία ἢ καθόλου κάλυμμα κεφαλῆς, Στράβ. 502, Πολυδ. Β΄, 42.
Greek Monolingual
τὸ, Α
κάλυμμα κεφαλής, κράνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -κρανον (< κρανον, βλ. κρανίο), πρβλ. μεσό-κρανον)].