περιψυγμός

From LSJ
Revision as of 20:20, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Τὰ θνητὰ πάντα μεταβολὰς πολλὰς ἔχει → Mortalium res plurimas capiunt vices → Was sterblich ist, kennt alles viele Umschwünge

Menander, Monostichoi, 489
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιψυγμός Medium diacritics: περιψυγμός Low diacritics: περιψυγμός Capitals: ΠΕΡΙΨΥΓΜΟΣ
Transliteration A: peripsygmós Transliteration B: peripsygmos Transliteration C: peripsygmos Beta Code: periyugmo/s

English (LSJ)

ὁ, A cold, chill, Pl.Ax.366d ; excessive cold, as a cause of injury, Cat.Cod.Astr.8(4).188 (pl.).

German (Pape)

[Seite 601] ὁ, = περίψυξις, Ggstz θάλπ ος, Plat. Ax. 366 d.

Greek (Liddell-Scott)

περιψυγμός: ὁ, = περίψυξις, Πλάτ. Ἀξίοχ. 366D.

Greek Monolingual

ὁ, Α περιψύχω
1. η περίψυξη, η αίσθηση της δροσιάς ή του ψύχους σε ολόκληρη την επιφάνεια
2. το υπερβολικό ψύχος που προκαλεί βλάβες.

Russian (Dvoretsky)

περιψυγμός: ὁ охлаждение, холод Plat.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιψυγμός -οῦ, ὁ [περιψύχω] sterke afkoeling.