θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
Full diacritics: ποδηγία | Medium diacritics: ποδηγία | Low diacritics: ποδηγία | Capitals: ΠΟΔΗΓΙΑ |
Transliteration A: podēgía | Transliteration B: podēgia | Transliteration C: podigia | Beta Code: podhgi/a |
ἡ, A leading, guiding, Lyc.846.
[Seite 643] ἡ, Führung, Leitung, Anleitung, Sp., wie Lycophr. 11. 846.
ποδηγία: ἡ, (ποδηγὸς) τὸ ποδηγετεῖν, ὁδηγεῖν, ὁδηγία, Λυκόφρ. 846.
ἡ, Α ποδηγός
το να οδηγεί κανείς κάποιον άλλο, η καθοδήγηση.