προικός
From LSJ
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
English (LSJ)
πονηρός, οἱ δὲ μωρός, Hsch. (leg. πρόκος or πρόκοος); A = πτωχός, Id. (leg. προΐκτης).
German (Pape)
[Seite 725] adv., s. προΐξ, wozu es genit. ist. – Als adj. nimmt es Hesych., προικός· πονηρός. οἱ δὲ μωρός. πτωχός.
Greek Monolingual
Α
(κατά τον Ησύχ.) α) «πονηρός, οἱ δὲ μωρός»
β) «πτωχός».
[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. προίκα].