προσένεγξις
From LSJ
Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ' Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?
English (LSJ)
εως, ἡ, A = πρόσοδος, income, Thom.Mag.p.306 R.
Greek (Liddell-Scott)
προσένεγξις: -εως, ἡ, = πρόσοδος, Θωμ. Μάγιστρ. σ. 752, Νικήτ. Χων. Ἱστ. σ. 283D, κλπ. ― Ἴδε Κόντου Λόγιον Ἑρμῆν ἐν τ. Εϳ, τεύχ. Αϳ, σ. 199.
Greek Monolingual
-έγξεως, ἡ, Μ
πρόσοδος, εισόδημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. προσενεγ-κ- του αορ. προσενεγκεῖν του προσφέρω.