προσεγκαλέω
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
English (LSJ)
A accuse besides, ὅτι . . D.S.14.17; ὡς . . D.C.41.6: c. dat. et part., Plu.2.401b: abs., Alex.146.8, D.H.7.46, Gal.UP5.4: prov., οἱ φῶρες προσεγκαλοῦσι Satan rebuking sin, the devil rebuking sin, Lib.Ep.1134.1.
German (Pape)
[Seite 757] (s. καλέω), noch dazu anklagen, beschuldigen, vorwerfen; τινί τι, D. Cass. 41, 6; Plut.
Greek (Liddell-Scott)
προσεγκᾰλέω: ἐγκαλῶ, κατηγορῶ προσέτι, πρ. ὅτι... Διόδ. 14. 17· ὡς... Δίων Κ. 41. 6· πρ. τινί τι, exprobare alicui aliquid, Πλούτ. 2. 401Β· ἀπολ., Ἄλεξ. ἐν «Μάντεσιν» 1. 8, Διον. Ἁλ. 7. 46.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
accuser en outre, faire en outre des reproches : τινι à qqn.
Étymologie: πρός, ἐγκαλέω.
Russian (Dvoretsky)
προσεγκᾰλέω: сверх того обвинять, еще упрекать (τινί τι Plut.; ὅτι … Diod.).