πρωτόσφακτος
From LSJ
ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν μοι οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ ἀλλ' ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς → I am the light of the world; he that followeth me shall not walk in darkness but shall have the light of life (John 8:12)
English (LSJ)
ον, A slaughtered first, Lyc.329.
German (Pape)
[Seite 806] zuerst geschlachtet, gemordet, Lycophr. 329.
Greek (Liddell-Scott)
πρωτόσφακτος: -ον, ὁ πρῶτος σφαχθείς, Λυκόφρ. 329.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που σφάχθηκε πρώτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + σφακτός (< σφάζω), πρβλ. νεό-σφαχτος].