σκυθρωπασμός

From LSJ
Revision as of 09:23, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖModestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist

Menander, Monostichoi, 328
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκυθρωπασμός Medium diacritics: σκυθρωπασμός Low diacritics: σκυθρωπασμός Capitals: ΣΚΥΘΡΩΠΑΣΜΟΣ
Transliteration A: skythrōpasmós Transliteration B: skythrōpasmos Transliteration C: skythropasmos Beta Code: skuqrwpasmo/s

English (LSJ)

ὁ, A sadness of countenance, [τῶν φιλοσόφων] Plu.2.43f, cf. 378f.

German (Pape)

[Seite 906] ὁ, zorniges, mürrisches, trauriges Ansehen, finstere, betrübte Miene, Plut. de audit. 7.

Greek (Liddell-Scott)

σκυθρωπασμός: ὁ σκυθρωπότης προσώπου, τῶν φιλοσόφων Πλούτ. 2. 49F.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
air sombre, triste.
Étymologie: σκυθρωπάζω.

Greek Monolingual

ὁ, Α σκυθρωπάζω
η κατάσταση και το αποτέλεσμα του σκυθρωπάζω, κατήφεια, κατσούφιασμα («καὶ μειδίαμα καὶ σκυθρωπασμὸς αὐτῶν... ἔχει τινὰ καρπὸν ὠφέλιμον», Πλούτ.).

Russian (Dvoretsky)

σκυθρωπασμός: ὁ мрачный вид, угрюмость (τῶν φιλοσόφων Plut.).