συγκαμπτός
From LSJ
English (LSJ)
ή, όν, A flexed, Arist.IA709b7.
German (Pape)
[Seite 964] zusammengebogen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
συγκαμπτός: -ή, -όν, συγκεκαμμένος, κεκαμμένος, Ἀριστ. π. Ζ. Πορείας 9. 11.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α συγκάμπτω
λυγισμένος, καμπύλος.
Russian (Dvoretsky)
συγκαμπτός: [adj. verb. к συγκάμπτω согнутый Arst.