συμφλέγω

From LSJ
Revision as of 10:25, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμφλέγω Medium diacritics: συμφλέγω Low diacritics: συμφλέγω Capitals: ΣΥΜΦΛΕΓΩ
Transliteration A: symphlégō Transliteration B: symphlegō Transliteration C: symflego Beta Code: sumfle/gw

English (LSJ)

A burn up, burn to cinders, E.Ba.595 (lyr.); σ. κεραυνῷ Theoc.22.211; σ. αὐτοὺς κύκλῳ LXX Is.42.25; with love, AP5.110 (Antiphil.):—Pass., συμφλέγεσθαι ὑπὸ τῶν κεραυνῶν Plu.Alex.60.

German (Pape)

[Seite 992] mit, zusammen verbrennen; δώματα, Eur. Bacch. 595; κεραυνῷ, Theocr. 22, 211; auch von der Liebe, συμφλέξει πάντας φίλτρα, Antiphil. 2 (V, 111).

Greek (Liddell-Scott)

συμφλέγω: φλέγω, καίω ὁμοῦ, κατακαίω μέχρι τέφρας, Εὐρ. Βάκχ. 595· σ. κεραυνῷ Θεόκρ. 22. 211. ― Παθητ., συμφλέγεσθαι ὑπὸ τῶν κεραυνῶν Πλουτ. Ἀλέξ. 60· ἐπὶ ἔρωτος, Ἀνθολ. Π. 5. 111.

French (Bailly abrégé)

brûler entièrement, consumer.
Étymologie: σύν, φλέγω.

Greek Monolingual

Α
κατακαίω («συμφλέγει πάντα [[[ἔρως]]]», Αντιφάν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + φλέγω «καίω»].

Greek Monotonic

συμφλέγω: μέλ. -ξω, καίω, πυρπολώ μαζί ώσπου να μείνουν οι στάχτες, καίω ολοσχερώς, κατακαίω από κοινού, σε Ευρ., Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

συμφλέγω: сжигать (δώματα Eur.): συμπεφλέχθαι μετά τινος Plut. сгореть вместе с чем-л.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμ-φλέγω [σύν, φλέγω] geheel verbranden, in de as leggen:. σύμφλεγε δώματα Πενθέος brand het paleis van Pentheus af Eur. Ba. 595.

Middle Liddell

fut. ξω
to burn to cinders, Eur., Theocr.