τοιχοποιία

From LSJ
Revision as of 13:00, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τοιχοποιία Medium diacritics: τοιχοποιία Low diacritics: τοιχοποιία Capitals: ΤΟΙΧΟΠΟΙΙΑ
Transliteration A: toichopoiía Transliteration B: toichopoiia Transliteration C: toichopoiia Beta Code: toixopoii/a

English (LSJ)

ἡ, A = τειχ- (which is v.l.), Ph.Bel.81.34.

Greek Monolingual

η, ΝΑ τοιχοποιός
νεοελλ.
1. κατασκευή, κτίσιμο τοίχου, τοιχοδομία
2. λιθοδομή
3. συνεκδ. το κτισμένο μέρος ενός κτηρίου
αρχ.
(εσφ. γρφ.) τειχοποιία.