χαλινουργός
From LSJ
Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult
English (LSJ)
ὁ, A bridle-maker, Lat. lorarius, Gloss.; abbreviated χαλινου in Sammelb.5124.684 (ii A. D.) acc. to Schow.
Greek (Liddell-Scott)
χᾰλῑνουργός: ὁ, ὁ κατασκευάζων χαλινούς, Schow Charta Papvracea Mus. Borgiani σ. 109.
Greek Monolingual
ὁ, Α
χαλινοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλινός + ουργός (< ἔργον), πρβλ. ξυλ-ουργός].