χρυσοκάρηνος

From LSJ
Revision as of 15:50, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἡ γὰρ σιωπὴ τοῖς σοφοῖσιν ἀπόκρισιςsilence, you see, is an answer for the wise (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῡσοκάρηνος Medium diacritics: χρυσοκάρηνος Low diacritics: χρυσοκάρηνος Capitals: ΧΡΥΣΟΚΑΡΗΝΟΣ
Transliteration A: chrysokárēnos Transliteration B: chrysokarēnos Transliteration C: chrysokarinos Beta Code: xrusoka/rhnos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, Dor. -ᾱνος, A with head of gold, E.HF 375 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1381] dor. χρυσοκάρανος, mit goldenem Haupte, Eur. Herc. fur. 375.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσοκάρηνος: [ᾰ], -ον, Δωρικ. -ᾶνος, ὁ ἔχων κεφαλὴν χρυσῆν, Εὐρ. Μαιν. 375.

Greek Monolingual

και δωρ. τ. χρυσοκάρανος, -ον, Α
αυτός που έχει χρυσή κεφαλή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -κάρηνος (< κάρηνον «κεφάλι»), πρβλ. ξανθο-κάρηνος].

Greek Monotonic

χρῡσοκάρηνος: [ᾰ], -ον, Δωρ. -ᾶνος, αυτός που έχει κεφάλι από χρυσό, σε Ευρ.

Middle Liddell

χρῡσο-κά˘ρηνος, ον,
with head of gold, Eur.