Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

χρυσοπλόκαμος

From LSJ
Revision as of 16:00, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῡσοπλόκᾰμος Medium diacritics: χρυσοπλόκαμος Low diacritics: χρυσοπλόκαμος Capitals: ΧΡΥΣΟΠΛΟΚΑΜΟΣ
Transliteration A: chrysoplókamos Transliteration B: chrysoplokamos Transliteration C: chrysoplokamos Beta Code: xrusoplo/kamos

English (LSJ)

ον, A goldenhaired, h.Ap.205, Tim.Pers.138.

German (Pape)

[Seite 1381] mit goldenen Locken, goldlockig, H. h. Ap. 205.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσοπλόκᾰμος: -ον, ὁ ἔχων χρυσοῦς πλοκάμους, Ὕμν. Ὀμ. εἰς Ἀπόλλ. 205.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux boucles ou aux tresses d’or.
Étymologie: χρυσός, πλόκαμος.

Greek Monolingual

-η, -ο / χρυσοπλόκαμος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει χρυσούς πλοκάμους, χρυσομάλλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + πλόκαμος «πλεξούδα» (πρβλ. ὀφιο-πλόκαμος)].

Greek Monotonic

χρῡσοπλόκᾰμος: -ον, χρυσόμαλλος, σε Ομηρ. Ύμν.

Russian (Dvoretsky)

χρῡσοπλόκᾰμος: златокудрый (Λητώ HH).

Middle Liddell

χρῡσο-πλόκᾰμος, ον,
golden-haired, Hhymn.