ἀμεμψίμοιρος

From LSJ
Revision as of 17:30, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

οὔποτε ποιήσεις τὸν καρκίνον ὀρθὰ βαδίζειν → thou shalt never make the crab walk straight

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμεμψίμοιρος Medium diacritics: ἀμεμψίμοιρος Low diacritics: αμεμψίμοιρος Capitals: ΑΜΕΜΨΙΜΟΙΡΟΣ
Transliteration A: amempsímoiros Transliteration B: amempsimoiros Transliteration C: amempsimoiros Beta Code: a)memyi/moiros

English (LSJ)

ον, A not complaining of one's lot, Telesp.56.2H., M.Ant.5.5.

German (Pape)

[Seite 122] nicht unzufrieden mit seinem Geschick, M. Ant. 5, 5.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμεμψίμοιρος: -ον, ὁ μὴ μεμψιμοιρῶν, ὁ μὴ παραπονούμενος διὰ τὴν τύχην του, Μάρκ. Ἀντων. 5. 5.

Spanish (DGE)

-ον
que no se queja de su suerte Teles p.56.2
subst. τὸ ἀ. la aceptación del propio destino M.Ant.5.5.

Greek Monolingual

ἀμεμψίμοιρος, -ον (Α) μεμψίμοιρος
αυτός που δεν μεμψιμοιρεί, δηλ. δεν μέμφεται τη μοίρα του, δεν παραπονιέται για την τύχη του, γενναιόκαρδος, καρτερικός.